Έτσι, για κάποιους μήνες, είναι πιθανόν το σύστημα της συγκυβέρνησης, καρκινοβατώντας και παρά τις εσωτερικές αντιδράσεις, να επιβιώσει προσδοκώντας την αλλαγή στις συνθήκες της Ε.Ε.
Οι οικονομικές προτάσεις: ένα σχόλιο
Το αδιέξοδο εντοπίσθηκε το 2009. Ακραία ανισοσκελής προϋπολογισμός, δυσεπίλυτο χρέος, εξοντωτικό έλλειμμα στις εξωτερικές συναλλαγές.
Βραχυχρονίως, η σκέψη για κάμψη του δημοσίου ελλείμματος ήταν ορθή. Ωστόσο, τα μέτρα ήταν ατελέσφορα και μονόπλευρα. Ακόμα και σήμερα, με συντηρητικούς υπολογισμούς, τουλάχιστον ένα 10% του πληθυσμού δεν έχει υποστεί καμιά (ή έχει υποστεί ελάχιστη) μείωση των εισοδημάτων του. Η φοροδιαφυγή οξύνει το πρόβλημα, αφού τα θύματα της φορολογικής πολιτικής είναι αυτά που δεν δύνανται ευκόλως να διαφεύγουν. Πλέον του 50% του πληθυσμού δεν συνεισφέρει στο κρατικό ταμείο. Άρα, τα βάρη στους συνεπείς, κατά μια οπτική, σχεδόν διπλασιάζονται. Τοιουτοτρόπως, η απότομη προσπάθεια αποπληθωρισμού οδηγεί σε ακρότητες (γενικευμένη ύφεση, ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλης μάζας πληθυσμού). Ταυτοχρόνως, η φτώχεια ανασύρει παράγωγες κοινωνικές σκέψεις: το έχειν καθίσταται μισητό από αυτούς που το στερούνται.
Η πρόταση για αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου συνιστά προσωρινή λύση. Γιατί χωρίς αύξηση του παρονομαστή, του ΑΕΠ, το χρέος ως ποσοστό του, όπως και το έλλειμμα θα διευρύνονται ή εν πάση περιπτώσει θα αδυνατούν να ελαττωθούν περαιτέρω. Αύξηση του ΑΕΠ θα ανεβάσει τα δημόσια έσοδα και θα μειώσει τα ελλείμματα και το χρέος. Η ασκούμενη φορολογική πολιτική μέσω εισαγωγής τεκμηρίων διαβίωσης κ.λπ. δεν στερείται νοήματος. Παρ’ όλα αυτά, με τη μέθοδο αυτή συλλαμβάνεται ο μικροαυτοαπασχολούμενος (η «μαρίδα»). Οι πιο εύρωστοι και οι μεγαλοεπιχειρηματίες μέσω δικλίδων ασφαλείας (εξωχώριες εταιρείες, χρηματοδοτική μίσθωση κ.λπ.) διαφεύγουν. Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι μέσω τεκμηρίων αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά η φοροδιαφυγή, αποδεικνύεται μύθος. Απλώς συλλαμβάνεται τμήμα των μικροεπαγγελματιών με απόρροια τον πολλαπλασιασμό της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Αυτός ήταν και ο ουσιώδης λόγος που δεν εισήχθησαν τεκμήρια το 2010.
Οι διατυπωθείσες υποθέσεις: εντός ή εκτός ευρώ δείχνουν ότι η χώρα ευρίσκεται προ καβδιανών δικράνων.
Μια έξοδος και εισαγωγή άλλου νομίσματος θα οδηγήσει σε υποτίμηση τουλάχιστον 50% στους πρώτους μήνες. Αυτό όμως θα επιφέρει και άνοδο του χρέους. Τεκμαίρεται, λόγω της δυναμικής που δημιουργείται, μια ριζική ελάττωσή του να είναι επιθυμητή. Μια διαγραφή του δημοσίου χρέους κατά 80% (ίσως και επιπλέον) θα πρέπει να είναι στα υπ’ όψιν. Ο πληθωρισμός, ώς έναν βαθμό, θα αντιμετωπισθεί με αγορανομικούς ελέγχους. Σύμφωνα με τους ξένους οίκους, ερευνητές κ.λπ., που είναι όμως μάλλον άσχετοι της ελληνικής πρακτικής, η υποτίμηση θα οδηγούσε σε άνοδο των εξαγωγών και πτώση των εισαγωγών.
Όλα αυτά θα είχαν μετρήσιμο αποτέλεσμα, εάν εφαρμόζονταν σε μια συγκροτημένη χώρα. Η Ελλάς εξάγει ελάχιστα και αναγκάζεται να εισάγει πρώτες ύλες, ημικατεργασμένα προϊόντα και πλείστα όσα εμπορεύματα, με συνέπεια να παραμένει πλήρως εξαρτημένη σε βασικά αγαθά τόσο του πρωτογενούς τομέως (στάρι, γάλα, κρέας κ.λπ.) όσο, κυρίως, του δευτερογενούς (εργαλεία, μηχανές, καταναλωτικά προϊόντα κ.λπ.). Τοιουτοτρόπως, με εξαίρεση την κάμψη των αγαθών «πολυτελείας»,1 και κάποιων δευτερευόντων υπηρεσιών, οι εισαγωγές θα μειωθούν ολιγότερο από ό,τι εκ πρώτης όψεως νομίζεται (μη λαμβανομένης υπ’ όψιν της μαύρης αγοράς σε ποικίλα προϊόντα, όπως καπνός, ποτά, που θα ανακύψει). Αντιθέτως, θα εκτιναχθεί το κόστος των «βασικών αγαθών», αφού στηρίζονται σε εισαγωγές (από τρόφιμα μέχρι επισκευή αυτοκινήτων).
Η αδυναμία αποφυγής της πτώχευσης
Περαιτέρω συρρίκνωση των εισοδημάτων ή (και) απολύσεις, όπως επιβάλλει μέχρι στιγμής το μνημόνιο, οδηγούν ευρύτατα τμήματα του πληθυσμού στην ανέχεια. Ήδη το 1/4 του εργατικού δυναμικού βρίσκεται σε κατάσταση ανεργίας. Αν ληφθούν υπ’ όψιν και οι λαμβάνοντες μέχρι 900 (εννιακόσια) ευρώ μισθό (ή σύνταξη), τότε πλέον του 60% των Ελλήνων βρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας (κάτω από το όριο συντήρησης, με όποιο κριτήριο αυτό και αν ορισθεί). Έχοντας κατά νου και το ύψος του τιμάριθμου, τότε το 2013 το εισόδημα των 2/3 των πολιτών θα κυμαίνεται χαμηλότερα από αυτό του 1990 (ένα τέταρτο του αιώνος πριν). Τουτέστιν, το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» γι’ αυτά τα στρώματα (των ανέργων ή των μερικώς απασχολουμένων) στερείται νοήματος (αφού ήδη είναι πτωχευμένοι). Προκειμένου να επιτευχθεί ισοσκελισμένος προϋπολογισμός (το πρόγραμμα των δανειστών μη στερούμενου χιούμορ ομιλεί για πλεόνασμα), οφείλεται να επιβληθούν πρόσθετα μέτρα και σύλληψη μέρους της φοροδιαφυγής (προφανώς τμήματος μόνο της μεσαίας τάξης, καθότι η ανώτερη θα παραμείνει εξ ορισμού στο απυρόβλητο).2
Εφ’ όσον γίνει δεκτή κάποια επιμήκυνση της εφαρμογής των μέτρων και διαφοροποιηθεί η αντίληψη περί έντονης λιτότητας ως φαρμάκου στους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς που επικρατεί στην Ευρώπη, ελέω Γερμανίας, είναι δυνατόν να σταματήσει η κάθοδος και να λιμνάσει η οικονομία σε χαμηλά επίπεδα.
Ωστόσο, τα αίτια της ύφεσης (βλέπε «Ποντίκι» 1.3.2012) είναι άλλα και η κρίση δεν έχει να κάνει με ό,τι στην Πολιτική Οικονομία απαντάται ως οικονομικές διακυμάνσεις. Δεν προέκυψε ως συγκυριακό φαινόμενο, ούτε ως τραπεζικό τοξικό, ούτε λόγω υπερθέρμανσης της οικονομίας. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καθρεφτίζει τις παθογένειες του ελληνικού υποδείγματος ανάπτυξης και των συνθηκών εντός των οποίων λειτουργεί η χώρα.
Στην ΕΟΚ
Η ένταξη στην ΕΟΚ το 1981 περιόρισε τις ασθενικές προοπτικές ανάπτυξης. Ενώ μέχρι τότε η χώρα ήταν πλεονασματική στο ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων με την Ε.Ε., από το έτος αυτό και μετά κατέστη το έλλειμμα διαρκές γεγονός. Είναι εξηγήσιμο γιατί η χώρα αδυνατεί, σε μεγάλο βάθος χρόνου, να καταστεί αυτάρκης σε ορισμένα βασικά προϊόντα (βόειο κρέας, γάλα, σίτο κ.λπ.). Μολαταύτα, διαθέτει δυνατότητες να είναι αυτάρκης και να προχωρεί σε εκτεταμένες εξαγωγές σε πληθώρα άλλων (κηπευτικά, εσπεριδοειδή, οίνο κ.λπ.).
Με την ένταξη στην ΕΟΚ δεν παρουσιάσθηκε απλώς αλλαγή των όρων εμπορίου, αλλά στρέβλωση του όλου υποδείγματος (αφού οι άφθονες επιδοτήσεις υπέσκαψαν τις επενδύσεις και δημιούργησαν αρνητικό κλίμα για αναδιάρθρωση της παραγωγής). Οι επιδοτήσεις, το συμπληρωματικό χρήμα, δεν χρηματοδότησαν, όπως ήταν επόμενο, καινοτόμους πρωτοβουλίες (κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε αλλαγή καλλιεργειών κ.λπ.). Το 1980 η αγροτική οικονομία είχε οδηγηθεί σε στασιμότητα3. Όταν οι εισροές – μέσος κλήρος 30 στρέμματα (και πολυτεμαχισμένος), με υψηλή εκμηχάνιση και μεγάλη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων (με κόστος εισροών που έχει ενδογενή τάση ανόδου) – είναι οι ανώτατες δυνατές, τότε ο όγκος παραγωγής δεν μπορεί να μεταβληθεί, εκτός και εάν διαφοροποιηθεί ουσιωδώς η αναλογία των συντελεστών (αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, αύξηση της γης κ.λπ.).
Στην αλλοδαπή ως λύση πρόβαλε η αγροτική έξοδος (ήδη από το 1900 το ποσοστό των χωρικών στην Αγγλία ήταν ασήμαντο). Αλλά στην Ελλάδα η μεταποίηση δεν δημιουργεί αρκετές θέσεις εργασίας, με συνέπεια να λιμνάζει ο αγροτικός πληθυσμός. Αφέθηκε στη φύση (γήρανση των γεωργών) να υλοποιήσει αυτό που απέφυγαν οι πολιτικοί. Περαιτέρω οι επιδοτήσεις λειτούργησαν ως από μηχανής θεός (επειδή η κυβέρνηση των ετών 1974-79 αδυνατούσε να επιλύσει το ζήτημα, προκρίθηκε η ένταξη στην ΕΟΚ γι’ αυτούς τους λόγους).4 Στο επόμενο διάστημα ο τουρισμός δημιούργησε ή αύξησε τα εξωγεωργικά εισοδήματα και ο μιμητισμός εξίσωσε τα καταναλωτικά πρότυπα χωριού - πόλης. Συνεπώς, το όποιο καθαρό προϊόν προέκυπτε, οδηγείτο στην κατανάλωση. Η είσοδος της Ελλάδος στο ευρώ και η διαρκής ανατίμησή του έναντι του δολαρίου κ.λπ. καθιστούσε ακριβότερα τα προϊόντα μιας κατατμημένης «μηχανής» (προσανατολισμού δεκαετίας 1960). Το εμπόριο, τόσο λόγω της ΚΑΠ όσο και λόγω έλλειψης στρατηγικής, διεύρυνε τις εισαγωγές, καταρρακώνοντας περαιτέρω τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Αν συνυπολογισθεί η αδυναμία του εσωτερικού εμπορίου, τότε προβάλλει το αδιέξοδο. Όθεν και ανάκαμψη, μεσοπροθέσμως, είναι δύσκολο να αναφανεί στον παραδοσιακό τομέα.
Η βιομηχανία - βιοτεχνία μετά την ένταξη (1981) - άρχισε να χάνει τον βηματισμό. Η παγκοσμιοποίηση πολλαπλασίασε τα προβλήματα, καθιστώντας δύσκολα αναστρέψιμη την εξέλιξη. Η είσοδος στο ευρώ (2002) υπέσκαψε τις ελπίδες ανάκαμψης. Η χώρα διαθέτει κατά παρόμοιο τρόπο με τον αγροτικό τομέα μεγάλο αριθμό καταστημάτων με ελάχιστο αριθμό εργαζομένων σε αυτά (Αναλυτικά: «Ποντίκι» 10.5.2012 και 17.5.2012). Ήταν επόμενο, χωρίς καινοτομίες, οι οποίες δύσκολα επιτυγχάνονται σε οικογενειακές, ισχνής κεφαλαιακής συσσώρευσης, εταιρείες, με μετρίως ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, να καρκινοβατεί η παραγωγή. Αλλά το είδος Έλλην επιχειρηματίας αποτέλεσε τη χαρακτηριστική αδυναμία: Βοσκός ή χωρικός το 1950 ή και το 1970 ακόμα, επενδυτής το 1990 ή το 2010. Είναι προφανές ότι παρόμοια δομή δεν ήταν σε θέση να ξεπεράσει τα εθνικά σύνορα και να ανταγωνισθεί τα εμπορεύματα ανεπτυγμένων χωρών. Οι όποιες εξαγωγές σε τρίτους, οικονομικά υποδεέστερους (Μέση Ανατολή, Βόρειος Αφρική κ.λπ.), για σύνθετους λόγους δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθούν επί μακρόν.
Συμπεράσματα.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας (βλέπε «Ποντίκι» 10.5.2012) η κρίση δεν υπήρξε ούτε τυχαία, ούτε προήλθε εξαιτίας της κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως υποστηρίζεται. Ορθότερο θα ήταν να εξετάζεται γιατί δεν συνέβη το 1950 ή το 1960 κ.λπ. Με τις πολιτικές των δανειστών (μνημόνια) γίνεται προσπάθεια άρσης αδυναμιών σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κάποια μέτρα (ραγδαία συρρίκνωση μισθών) διεύρυναν το πρόβλημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο περιορισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν έπρεπε να επιδιωχθεί ή να μην υπάρξουν διαρθρωτικές αλλαγές (συρρίκνωση διαφόρων οργανισμών, μείωση του κόστους λειτουργίας της δημόσιας μηχανής, επεμβάσεις στο σύστημα Υγείας και Ασφάλισης που είναι διάτρητο κ.λπ.). Το ατύχημα είναι ότι αυτά θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν σε συνθήκες οικονομικής ανόδου και όχι κατάρρευσης (βέβαια, όταν δεν πιέζει ασφυκτικά το πρόβλημα, κάθε πολιτικός, και δη Έλλην, δύσκολα αλλάζει ή βελτιώνει τον «κινητήρα»).
Έτσι, η αδυναμία παραγωγής εμπορευμάτων (όπως εκτέθηκε) δημιουργεί χαμηλό ΑΕΠ και υψηλή ανεργία. Το Δημόσιο αδυνατεί πλέον, λόγω κρίσης, να απορροφήσει την πλεονάζουσα εργατική δύναμη. Το πενιχρό εισόδημα οδηγεί σε ελαττωμένα φορολογικά έσοδα, άρα χαμηλά έξοδα, δηλαδή αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών (περίθαλψης, εκπαίδευσης). Τοιουτοτρόπως, από το ένα μέρος η ανεργία, από το άλλο τα ανεπαρκή εισοδήματα και η αδυναμία λειτουργίας κράτους πρόνοιας γεννούν γενικευμένη αντίδραση. Εφ’ όσον ακόμη και σήμερα κανένα κόμμα δεν διαθέτει οικονομική πολιτική, μοιάζει να είναι αδύνατο ένα «ξελάσπωμα» της παραγωγικής μηχανής. Άρα είτε εντός ευρώ, με αναπόφευκτη συνεχή συρρίκνωση των μισθών και εξαθλίωση του κράτους πρόνοιας, είτε εκτός ευρώ, αφού η λαϊκή δυσαρέσκεια πιθανόν να μην επιτρέψει διατήρηση του μνημονίου, πιστεύοντας ότι η έξοδος από το ευρώ συνιστά λύση, η πτώχευση προβάλει ante portas (εκτός και αν αναδυθεί κάποια αλλαγή στο εξωτερικό περιβάλλον και αμβλυνθεί κάπως η βαρβαρότης).
Ωστόσο, ο μέσος πολίτης θα πάψει να συγκρίνει το σήμερα με το 2008, αλλά με εκείνο του 2010 ή 2011, καθώς θα αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι η ύφεση δεν του μείωσε ούτε τυχαία, αλλά ούτε παροδικά το εισόδημα. Αυτή η διαχείριση της φτώχειας, σύνηθες φαινόμενο στις κρίσεις, δίνει ελπίδες στην καθεστηκυία τάξη για επιβίωση. Ένα τμήμα των διαμαρτυρομένων αργά, αλλά σταθερά, θα οδηγηθεί, λόγω και του δυσμενούς διεθνούς περιβάλλοντος, στη μοιρολατρία.
Θεόδωρος Παπαηλίας, καθηγητής ΤΕΙ Πειραιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου