ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΝΤΙΤΡΟΪΤ
(του Γιάννη Βαρουφάκη)
«Το Ντιτρόϊτ, απλά, δεν δύναται να εισπράξει τα έσοδα που απαιτούνται για να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του Δήµου. Πρόκειται για µία κατάσταση που µόνο χειρότερη µπορεί να γίνει χωρίς την ανακήρυξη επίσηµης πτώχευσης.» Με αυτά τα λόγια ο Ρίτσαρντ Σνάϊντερ, ρεπουµπλικανός γερουσιαστής της Πολιτείας του Μίσιγκαν, πληροφόρησε την κοινή γνώµη για την µεγαλύτερη, επίσηµη χρεοκοπία δηµοτικής αρχής στις ΗΠΑ.
Όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, το Ντιτρόιτ χρεοκόπησε επειδή, κάποια στιγµή, η ροή επενδύσεων στην τοπική οικονοµία, που έως τότε κρατούσε τον Δήµο εν ζωή, σταµάτησε – περί το 2009, κι ως αποτέλεσµα της ίδιας ακριβώς κρίσης που έφερε την ένδεια και την απόγνωση και στην πατρίδα µας.
Οι τοπικές αρχές προσπάθησαν...
να πείσουν την κεντρική κυβέρνηση της Ουάσινγκτον ότι υπάρχει µεγάλη ανάγκη για πακέτο διάσωσης. Όπως ακριβώς συνέβη και στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Με δύο µεγάλες διαφορές:
Πρώτον, στην Αµερική ρεπουµπλικάνοι και δηµοκρατικοί συµφωνούν σε κάτι που δεν έχει, δυστυχώς, γίνει «κτήµα» των Ευρωπαίων πολιτικών – ότι δεν αποτελεί πακέτο διάσωσης ένα µεγάλο δάνειο που δίνεται υπό τον όρο να µειωθούν τα έσοδα της πολιτείας, του δήµου, του κράτους (κάτι που προκύπτει αβίαστα από την σκληρή λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία κλπ). Οι αµερικανοί γνωρίζουν ότι όταν µια πολιτεία (ή, όπως στην περίπτωσή µας, µια κυβέρνηση η οποία δεν διαθέτει η ίδια κεντρική τράπεζα) φαλιρίσει, είτε την αφήνεις να κάνει στάση πληρωµών και να κουρέψει άµεσα και δραστικά το χρέος της είτε της δίνεις βοήθεια άνευ λιτότητας και χωρίς να προσποιείσαι ότι θα πάρεις τα χρήµατά σου πίσω και µε τόκο (όπως προσποιήθηκε η γερµανική κυβέρνηση σε σχέση µε τα ελληνικά δανειακά πακέτα). Ενώ σε άλλες περιπτώσεις η Οµοσπονδιακή Κυβέρνηση της Ουάσινγκτον έκρινε ότι πρέπει να βοηθήσει πόλεις και πολιτείες, στην περίπτωση του Ντιτρόιτ, το οποίο το θεωρεί ηµι-τελειωµένη υπόθεση (µια τέως κραταιά βιοµηχανική πόλη των δύο εκατοµµυρίων που σήµερα δεν έχει ούτε επτακόσιους χιλιάδες κατοίκους), έκρινε ότι δεν πρέπει να βοηθήσει αλλά, αντίθετα, ότι το κόστος της πτώχευσης πρέπει να το µοιραστούν οι πιστωτές, οι κάτοικοι και, βασικά, οι υπάλληλοι του Δήµου (συνταξιούχοι και ενεργοί δάσκαλοι, αστυνοµικοί κλπ).
Η δεύτερη µεγάλη διαφορά µε την πτωχευµένη Ελλάδα είναι ότι οι βασικές ανάγκες των κατοίκων δεν θα βαρύνουν την υπό πτώχευση αρχή. Τα επιδόµατα ανεργίας θα τα πληρώνει η Ουάσινγκτον. Το ίδιο ισχύει για τις ελάχιστες συντάξεις των ηλικιωµένων καθώς και για την ιατροφαρµακευτική τους
περίθαλψη. Έργα υποδοµών θα συνεχίσουν να γίνονται και πάλι µε οµοσπονδιακά κονδύλια τα οποία βέβαια δεν θα προστίθενται στο χρέος της δοκιµαζόµενης τοπικής κοινωνικής οικονοµίας. Όπερ µεθερµηνευόµενον, οι φόροι δεν εκτοξεύονται στα ύψη σε µια απέλπιδα προσπάθεια (α λα ελληνικά) να πιαστούν οι «στόχοι», να αποπληρωθούν οι πιστωτές κλπ κλπ.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν σηµαίνει ότι οι κάτοικοι του Ντιτρόιτ δεν υποφέρουν. Και βέβαια υποφέρουν. Και βέβαια βλέπουν την πόλη τους να µαραζώνει, τα νέα παιδιά να φεύγουν, την δυναµική της κοινωνίας να εξατµίζεται.
Όµως, η ελπίδα δεν έχει πεθάνει. Και δεν έχει πεθάνει επειδή, πρώτον, οι ιθύνοντες είχαν την σοφία να πουν την αλήθεια: Δυστυχώς επτωχεύσαµεν και οι πιστωτές της πόλης µας θα χάσουν ένα µεγάλο µέρος των δανεικών που της έδωσαν. Και δεύτερον, επειδή οι ΗΠΑ διαθέτουν έναν πολιτικό µηχανισµό ανακύκλωσης οικονοµικών ζηµιών και πλεονασµάτων που υπερβαίνει την αγορά (ιδίως την τραπεζική) και στέλνει, µέσα από το φορολογικό σύστηµα και το σύστηµα πρόνοιας, ένα µέρος των κερδών που παράγονται σε πλεονασµατικές περιοχές, όπως η Ν. Υόρκη, στις χειµαζόµενες πολιτείες.
Αυτός είναι ο λόγος που κανείς αµερικανός, ακόµα και ο θυµωµένος κάτοικος του Ντιτρόιτ, δεν στρέφει τον θυµό του προς την Ένωση, προς τις ΗΠΑ – την ώρα που οι θεσµοί της «ενωµένης» Ευρώπης, εξ αιτίας της παταγώδους αποτυχίας
τους, αντιµετωπίζονται από τους Ευρωπαίους, ελλειµµατικούς και πλεονασµατικούς, µε την περιφρόνηση που τους αξίζει.
(του Γιάννη Βαρουφάκη)
«Το Ντιτρόϊτ, απλά, δεν δύναται να εισπράξει τα έσοδα που απαιτούνται για να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του Δήµου. Πρόκειται για µία κατάσταση που µόνο χειρότερη µπορεί να γίνει χωρίς την ανακήρυξη επίσηµης πτώχευσης.» Με αυτά τα λόγια ο Ρίτσαρντ Σνάϊντερ, ρεπουµπλικανός γερουσιαστής της Πολιτείας του Μίσιγκαν, πληροφόρησε την κοινή γνώµη για την µεγαλύτερη, επίσηµη χρεοκοπία δηµοτικής αρχής στις ΗΠΑ.
Όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, το Ντιτρόιτ χρεοκόπησε επειδή, κάποια στιγµή, η ροή επενδύσεων στην τοπική οικονοµία, που έως τότε κρατούσε τον Δήµο εν ζωή, σταµάτησε – περί το 2009, κι ως αποτέλεσµα της ίδιας ακριβώς κρίσης που έφερε την ένδεια και την απόγνωση και στην πατρίδα µας.
Οι τοπικές αρχές προσπάθησαν...
να πείσουν την κεντρική κυβέρνηση της Ουάσινγκτον ότι υπάρχει µεγάλη ανάγκη για πακέτο διάσωσης. Όπως ακριβώς συνέβη και στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Με δύο µεγάλες διαφορές:
Πρώτον, στην Αµερική ρεπουµπλικάνοι και δηµοκρατικοί συµφωνούν σε κάτι που δεν έχει, δυστυχώς, γίνει «κτήµα» των Ευρωπαίων πολιτικών – ότι δεν αποτελεί πακέτο διάσωσης ένα µεγάλο δάνειο που δίνεται υπό τον όρο να µειωθούν τα έσοδα της πολιτείας, του δήµου, του κράτους (κάτι που προκύπτει αβίαστα από την σκληρή λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία κλπ). Οι αµερικανοί γνωρίζουν ότι όταν µια πολιτεία (ή, όπως στην περίπτωσή µας, µια κυβέρνηση η οποία δεν διαθέτει η ίδια κεντρική τράπεζα) φαλιρίσει, είτε την αφήνεις να κάνει στάση πληρωµών και να κουρέψει άµεσα και δραστικά το χρέος της είτε της δίνεις βοήθεια άνευ λιτότητας και χωρίς να προσποιείσαι ότι θα πάρεις τα χρήµατά σου πίσω και µε τόκο (όπως προσποιήθηκε η γερµανική κυβέρνηση σε σχέση µε τα ελληνικά δανειακά πακέτα). Ενώ σε άλλες περιπτώσεις η Οµοσπονδιακή Κυβέρνηση της Ουάσινγκτον έκρινε ότι πρέπει να βοηθήσει πόλεις και πολιτείες, στην περίπτωση του Ντιτρόιτ, το οποίο το θεωρεί ηµι-τελειωµένη υπόθεση (µια τέως κραταιά βιοµηχανική πόλη των δύο εκατοµµυρίων που σήµερα δεν έχει ούτε επτακόσιους χιλιάδες κατοίκους), έκρινε ότι δεν πρέπει να βοηθήσει αλλά, αντίθετα, ότι το κόστος της πτώχευσης πρέπει να το µοιραστούν οι πιστωτές, οι κάτοικοι και, βασικά, οι υπάλληλοι του Δήµου (συνταξιούχοι και ενεργοί δάσκαλοι, αστυνοµικοί κλπ).
Η δεύτερη µεγάλη διαφορά µε την πτωχευµένη Ελλάδα είναι ότι οι βασικές ανάγκες των κατοίκων δεν θα βαρύνουν την υπό πτώχευση αρχή. Τα επιδόµατα ανεργίας θα τα πληρώνει η Ουάσινγκτον. Το ίδιο ισχύει για τις ελάχιστες συντάξεις των ηλικιωµένων καθώς και για την ιατροφαρµακευτική τους
περίθαλψη. Έργα υποδοµών θα συνεχίσουν να γίνονται και πάλι µε οµοσπονδιακά κονδύλια τα οποία βέβαια δεν θα προστίθενται στο χρέος της δοκιµαζόµενης τοπικής κοινωνικής οικονοµίας. Όπερ µεθερµηνευόµενον, οι φόροι δεν εκτοξεύονται στα ύψη σε µια απέλπιδα προσπάθεια (α λα ελληνικά) να πιαστούν οι «στόχοι», να αποπληρωθούν οι πιστωτές κλπ κλπ.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν σηµαίνει ότι οι κάτοικοι του Ντιτρόιτ δεν υποφέρουν. Και βέβαια υποφέρουν. Και βέβαια βλέπουν την πόλη τους να µαραζώνει, τα νέα παιδιά να φεύγουν, την δυναµική της κοινωνίας να εξατµίζεται.
Όµως, η ελπίδα δεν έχει πεθάνει. Και δεν έχει πεθάνει επειδή, πρώτον, οι ιθύνοντες είχαν την σοφία να πουν την αλήθεια: Δυστυχώς επτωχεύσαµεν και οι πιστωτές της πόλης µας θα χάσουν ένα µεγάλο µέρος των δανεικών που της έδωσαν. Και δεύτερον, επειδή οι ΗΠΑ διαθέτουν έναν πολιτικό µηχανισµό ανακύκλωσης οικονοµικών ζηµιών και πλεονασµάτων που υπερβαίνει την αγορά (ιδίως την τραπεζική) και στέλνει, µέσα από το φορολογικό σύστηµα και το σύστηµα πρόνοιας, ένα µέρος των κερδών που παράγονται σε πλεονασµατικές περιοχές, όπως η Ν. Υόρκη, στις χειµαζόµενες πολιτείες.
Αυτός είναι ο λόγος που κανείς αµερικανός, ακόµα και ο θυµωµένος κάτοικος του Ντιτρόιτ, δεν στρέφει τον θυµό του προς την Ένωση, προς τις ΗΠΑ – την ώρα που οι θεσµοί της «ενωµένης» Ευρώπης, εξ αιτίας της παταγώδους αποτυχίας
τους, αντιµετωπίζονται από τους Ευρωπαίους, ελλειµµατικούς και πλεονασµατικούς, µε την περιφρόνηση που τους αξίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου