Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, σε διακυβερνητικό επίπεδο, έχουν ίσως
φτάσει στο χαμηλότερο σημείο τους από τις αρχές της δεκαετίας του '90.
Υπενθυμίζουμε ότι ακόμα και ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, παρά το γεγονός ότι είναι γνωστές οι φιλικές σχέσεις που διατηρούσε διαχρονικά με τη Γερμανία (ιδιαίτερα
με τον κ. Γκένσερ), την εποχή της πρωθυπουργίας του ανέπτυξε τις
ελληνοαμερικανικές σχέσεις στο έπακρο. Μάλιστα επί των ημερών του είχαμε
την πρώτη επίσκεψη Αμερικανού προέδρου στην Ελλάδα μετά τη
μεταπολίτευση, του Τζόρτζ Μπους του πρεσβύτερου, το καλοκαίρι του 1991.
Ο Α. Παπανδρέου, που
τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία, τον Οκτώβριο του 1993, παρά την
αντιαμερικανική κάποιες φορές ρητορεία του κατά τη διάρκεια της
πρωθυπουργίας του τα έτη 1981-1986, πραγματοποίησε νέα βήματα προσέγγισης και συνεργασίας με την Ουάσιγκτον. Οξυδερκής, άριστος γνώστης της εξωτερικής πολιτικής αλλά και της γεωπολιτικής, ο Ανδρέας Παπανδρέου «τρόμαξε» από τη μετάλλαξη που έβλεπε να επέρχεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μάλιστα σε μία σύνοδο κορυφής, την
τελευταία που βρέθηκε ως πρωθυπουργός, επέστρεψε τόσο απογοητευμένος από
τη συμπεριφορά των εταίρων μας και ιδιαίτερα των Γερμανών που μίλησε
για Διευθυντήριο και κατάλυση της ευρωπαϊκής ιδέας. Αυτό συνετέλεσε στην
απόφασή του να προσεγγίσει τις ΗΠΑ, γεγονός που επισφραγίστηκε και με
την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον και τη συνάντησή του με τον τότε
Αμερικανό Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον.
Η μεγάλη ανατροπή έγινε με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κώστα Σημίτη.
Για μία οκταετία από το 1996 έως το 2004, Ελλάδα και Γερμανία ήρθαν για
πρώτη φορά τόσο κοντά. Οι μεγάλες δουλειές και προμήθειες του Δημοσίου
πήγαν σε εταιρείες γερμανικών συμφερόντων, η Siemens κυριάρχησε παντού.
Ο κ. Σημίτης, μέσω του αδελφού του Σπύρου ενίσχυσε τις σχέσεις του με το γερμανικό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο,
άρχισε να παίρνει μεγάλες αποστάσεις από τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σε θέματα
οικονομικής συνεργασίας. Σε αντάλλαγμα, πέτυχε να έχει την υποστήριξη
του τότε καγκελάριου κ. Σρέντερ που έκανε τα «στραβά μάτια» στα «πειραγμένα» στοιχεία
με τα οποία μπήκε η Ελλάδα στο ευρώ. Μάλιστα, ο κ. Στουρνάρας,
σημερινός υπουργός Οικονομικών, έπαιζε τότε πρωταγωνιστικό ρόλο στις
διαπραγματεύσεις, ήταν το δεξί χέρι του κ. Σημίτη.
Ο Κώστας Καραμανλής επιχείρησε να εφαρμόσει μία πολυδιάστατη πολιτική οικονομικής διπλωματίας. Παραχώρησε
τον ΟΤΕ στην Deutsche Telecom, το λιμάνι του Πειραιά (τον εμπορευματικό
τομέα) στους Κινέζους και σχεδίασε μία ευρείας μορφής ενεργειακή
συνεργασία με τους Ρώσους. Παράλληλα συνέχισε να προωθεί τις
ελληνοαμερικανικές σχέσεις, οι οποίες δεν διαταράχθηκαν παρά το γεγονός
των υποκλοπών σε βάρος του πρωθυπουργού. Είναι κοινό μυστικό ότι οι
έρευνες της ελληνικής πλευράς, μόλις ανακαλύφθηκε η υπόθεση, «σκόνταψαν»
στην αμερικανική πρεσβεία.
Ο Γιώργος Παπανδρέου,
που διαδέχθηκε τον Κώστα Καραμανλή, είχε την εικόνα του ευνοούμενου της
Ουάσιγκτον. Κάποιοι που αγνοούν τα πραγματικά δεδομένα και όλα όσα
συνέβησαν, κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, έχουν ακόμα αυτή την
εικόνα.
Είναι όμως έτσι; Τα γεγονότα οδηγούν στο αντίθετο.
Ο Γιώργος Παπανδρέου έφερε στην Ελλάδα το ΔΝΤ, στο οποίο υπάρχει ισχυρή επιρροή των ΗΠΑ. Το έκανε όμως με υπόδειξη των Γερμανών.
Στις αρχές του 2010, οι Γερμανοί ήθελαν
να εμπλέξουν το ΔΝΤ στην κρίση χρέους της Ελλάδας για δύο λόγους. Πρώτον
γιατί δεν είχε ανάλογο μηχανισμό στήριξης η Ευρώπη και δεύτερον για να
μην αναλάβουν μόνοι τους το κόστος της διάσωσης. Άλλωστε ήταν βέβαιοι
ότι θα είχαν τον απόλυτο έλεγχο και θα μετέτρεπαν την Ελλάδα σε χώρα
ενταγμένη στη δική τους σφαίρα επιρροής.
Όταν το ΔΝΤ και ο τότε Πρόεδρος του κ. Ντομινίκ Στρος-Καν
έθεσε από το 2010 το θέμα του κουρέματος του χρέους που τότε ήταν στο
120% του ΑΕΠ και συνέστησε στον κ. Παπανδρέου να το θέσει επιτακτικά, ο
τότε πρωθυπουργός αρνήθηκε, επικαλούμενος τις αντιρρήσεις της κ. Μέρκελ.
Αν είχε γίνει μία απομείωση τότε του χρέους κάτω από το 100% του ΑΕΠ,
δεν θα είχαν διαλυθεί η οικονομία και η κοινωνία. Η άρνηση αυτή του κ.
Παπανδρέου, προκάλεσε την πρώτη μεγάλη έκπληξη στην Ουάσιγκτον, που
άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι ο δεδομένος για τα αμερικανικά συμφέροντα,
μέχρι τότε, κ. Παπανδρέου, δεν ήταν πλέον δεδομένος και είχε αρχίσει να
ακούει περισσότερο το Βερολίνο παρά τους ίδιους.
Η περίπτωση του κ. Αντώνη Σαμαρά
είναι ιδιαίτερη. Ο σημερινός πρωθυπουργός, αμερικανοσπουδαγμένος στη
νεότητά του, είχε δύσκολες σχέσεις με τον ατλαντικό παράγοντα ως
υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Οι Αμερικανοί δεν είχαν και δεν έχουν την καλύτερη γνώμη για τον κ. Σαμαρά. Στις εκθέσεις τους προς το State Department, πρεσβευτές των ΗΠΑ
στην Αθήνα, όπως ο Μ. Σωτήρχος και ο Τ. Νάιλς που τον διαδέχθηκε, δεν
ήταν ιδιαίτερα θετικοί για τις ικανότητες του κ. Σαμαρά αλλά και για τις
πολιτικές επιλογές του.
Όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου ψήφισε το πρώτο μνημόνιο, ο Α. Σαμαράς ήταν κάθετα αντίθετος.
Έγινε ο σημαιοφόρος και ηγέτης του αντιμνημονιακού αγώνα, προκαλώντας την οργή της κ. Μέρκελ.
Μάλιστα η οργή των Γερμανών, εκδηλώθηκε με πρόθεση αποπομπής της Ν.Δ
από τις τάξεις του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, λόγω των θέσεων που
εξέφραζε ο κ. Σαμαράς αλλά και της αντίθεσής του να στηρίξει το
Μνημόνιο.
Η ευρωπαϊκή απομόνωση του κ. Σαμαρά ήταν
δεδομένη. Την κρίσιμη εκείνη περίοδο ο πρόεδρος της Ν.Δ επιχείρησε να
προσεγγίσει τις ΗΠΑ, αποφασισμένος να φτάσει ακόμα και σε ρήξη με τους
Ευρωπαίους.
Συνάντησε όμως τοίχο και αναγκαστικά
υποχρεώθηκε να παραδοθεί στην κ. Μέρκελ προκειμένου να επιβιώσει
πολιτικά και να γίνει πρωθυπουργός και ο πιο πιστός, πλέον, υπερασπιστής
των πολιτικών του μνημονίου. Κοντά του, ως υπουργός Εξωτερικών και ένα
ακόμα πρόσωπο που απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του Βερολίνου, ο κ. Γιάννης Στουρνάρας που κυριολεκτικά επιβλήθηκε σε αυτή τη θέση.
Η επίσκεψη του κ. Σαμαρά στη Γερμανία
και η απόλυτη πλέον πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της Γερμανίας έχει
προκαλέσει τη δυσφορία της Ουάσιγκτον.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος Ομπάμα συνομιλεί, τακτικά, με τον κ. Ερντογάν ενώ ο κ. Σαμαράς, παρά το γεγονός ότι είχε και του δόθηκαν ευκαιρίες, δεν επεδίωξε μία επαφή ή συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ κ. Γκάιτνερ, επίσης, δεν έκρυψε την έκπληξή του μπροστά στην άρνηση του Έλληνα Πρωθυπουργού να υποστηρίξει την πρόταση της κ. Λαγκάρντ και του ΔΝΤ για ένα γενναίο «κούρεμα» στο ελληνικό χρέος.
Οι όποιες επιφυλάξεις των Αμερικανών
έχουν διαλυθεί. Γνωρίζουν πλέον ότι η πολιτική τάξη που ασκεί την
κυβερνητική εξουσία στην Ελλάδα είναι πιο κοντά στο Βερολίνο παρά στην
Ουάσιγκτον. Μοναδική ίσως εξαίρεση ο κ. Αβραμόπουλος που διατηρεί διαύλους επικοινωνίας με τον αμερικανικό παράγοντα, κάτι που το Μαξίμου αντιμετωπίζει με καχυποψία.
Μάλιστα η ενσωμάτωση ορισμένων κορυφαίων
στελεχών της Ν.Δ, στο λεγόμενο αόρατο αλλά τόσο ευδιάκριτο «Γερμανικό
κόμμα» έχουν προκαλέσει τη δυσφορία και τα αρνητικά σχόλια του πρώην
πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή που δεν βλέπει με καλό μάτι τη γερμανική
επικυριαρχία στην Ευρώπη.
Οι ΗΠΑ φοβούνται ότι τα «φιλέτα» των ιδιωτικοποιήσεων
θα περάσουν σε γερμανικά χέρια και οι αμερικανικοί όμιλοι δεν έχουν
καμία τύχη, μέσα σε αυτό το περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί.
Περισσότερο τους ανησυχεί η διείσδυση
των Γερμανών και ο αποφασιστικός ρόλος που διαδραματίζουν στα ζητήματα
της διακυβέρνησης της χώρας. Γνωρίζουν ότι οι Γερμανοί θέλουν να ελέγξουν το φυσικό πλούτο της Ελλάδας με κάθε τρόπο, αφού ως χώρα είναι απόλυτα εξαρτημένη σε θέματα ενέργειας.
Αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για τα
κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ελλάδα, οι Αμερικανοί δεν
πρόκειται να παραμείνουν απαθείς και αδιάφοροι.
Τον τελευταίο καιρό υπάρχει έντονο
ενδιαφέρον στην Ουάσιγκτον για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Οι
Αμερικανοί παρακολουθούν τις εξελίξεις στην πολιτική σκηνή και ιδιαίτερα
«μελετούν» τον κ. Τσίπρα.
Όποιος παρακολουθεί με προσοχή τις δημόσιες τοποθετήσεις του κ. Τσίπρα αλλά και την καταγραφή που κάνουν τα αμερικανικά ΜΜΕ για την κατάσταση στην Ελλάδα, μπορεί να συνδυάσει και να αντιληφθεί πολλά.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι όντως απομονωμένος από το ευρωπαϊκό κατεστημένο και κυρίως τη Γερμανία. Η κ. Μέρκελ τον
θεωρεί επικίνδυνο για τα γερμανικά συμφέροντα, ο κ. Γιούνκερ, που έχει
και θεσμικό ρόλο, αρνήθηκε επιδεικτικά να τον συναντήσει κατά την
επίσκεψή του στην Ελλάδα, το ίδιο και άλλοι Ευρωπαίοι πολιτικοί και
αξιωματούχοι.
Η ευρωπαϊκή απομόνωση του κ. Τσίπρα τον
οδηγεί στην αναζήτηση άλλων συμμάχων. Και οι σύμμαχοι αυτοί πρέπει να
διαθέτουν μεγαλύτερη ισχύ από τους σημερινούς επικυρίαρχους της Ευρώπης.
Ο κ. Τσίπρας είναι βέβαιο ότι θα επιδιώκει μία «άλλη σχέση» με τις ΗΠΑ. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα βρει κλειστή την πόρτα, όπως συνέβη με τον κ. Σαμαρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου