Γεννήθηκα σε Πομακοχώρι του νομού Ροδόπης ή σε «χωριό του ορεινού όγκου», όπως το αποκαλούν οι «Τούρκοι» και οι ελληνόγλωσσοι πολιτικοί. Οι συνθήκες ζωής στο χωριό ήταν δύσκολες. Δεν είχαμε δρόμους. Το πιο σημαντικό πρόβλημα ήταν η ανεργία. Έτσι, ο πατέρας μου αποφάσισε ότι δύο δρόμοι υπάρχουν: ή να μπω στην ΕΠΑΘ για να γίνω δάσκαλος ή να πάω στην Τουρκία και να γίνω ιμάμης.
Στο χωριό μου εκείνη την εποχή είχε γίνει μόδα να γίνεσαι
δάσκαλος στην ΕΠΑΘ ή ιμάμης. Ήταν ένας τρόπος να έχεις μια καλή δουλειά και να ανέβεις κοινωνικά. Εγώ, δεν ήθελα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Στην Τουρκία δεν ήθελα να πάω. Από το σχολείο είχα κακή εμπειρία μια και ο μουσουλμάνος δάσκαλος που είχαμε μας χτυπούσε κάθε φορά που μιλούσαμε πομακικά μέσα στην τάξη. Έτσι, μίσησα τον δάσκαλο.
Τελικά, προτίμησα τη σχολή, αφού σκέφθηκα ότι εγώ είμαι διαφορετικός. Έγινα δάσκαλος και διορίστηκα αμέσως. Όχι όμως σε κάποιο Πομακοχώρι, όπως θα ήθελα, αλλά σε πεδινό χωριό του κάμπου, του νομού Ροδόπης. Οι κάτοικοι του χωριού με δέχθηκαν εχθρικά. «Τι θέλει ο κω..πομάκος στο χωριό μας;», έλεγαν. Στον κάμπο είναι βρισιά η λέξη Πομάκος. «Pomak salak», δηλαδή «Πομάκος βλάκας», έτσι το έχουν οι τουρκοφανείς του κάμπου. Άραγε, ποιος θυμάται ότι τα πρώτα χρόνια που έγινε η ΕΠΑΘ, οι Πομάκοι δάσκαλοι όταν πήγαιναν να διδάξουν στα χωριά διώχνονταν με πέτρες (!) από τους φανατισμένους χωρικούς και από τους πράκτορες του προξενείου;
Στο πεδινό χωριό, λοιπόν, έπρεπε να αποδείξω στους χωρικούς ότι είμαι καλός Τούρκος. Έπρεπε να απαρνηθώ την πομακική καταγωγή μου. Βέβαια, οι μακαρίτες οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου μιλούσαν πομακικά. Και αν «σηκωθούν από τον τάφο», πάλι πομακικά θα μιλάνε. Εγώ, όμως, έπρεπε να τα απαρνηθώ όλα και να γίνω καλός Τούρκος, για να με αποδεχθούν οι φανατισμένοι χωρικοί.
Έκανα ό,τι μπορούσα για να «πετύχω». Έπρεπε να αποδείξω διπλά τον«τουρκισμό» μου. Καταρχήν, έπιασα να κάνω τα θρησκευτικά φροντιστήρια (Κουράν κουρσού) με μεγάλο πάθος. Δίδασκα τα θρησκευτικά με πάθος και πήγαινα στο τζαμί κάθε Παρασκευή για να με βλέπει το χωριό. Έπειτα, προσπαθούσα να βελτιώσω τα τουρκικά μου, που δεν τα ήξερα καλά. Μιλούσα σε όλους μόνο τουρκικά. Έγινα και εγώ γενίτσαρος. Ούτε μια λέξη ελληνικά δεν είπα σε έναν μουσουλμάνο του χωριού. Ούτε μια λέξη πομάκικη δεν είπα στα Πομακόπουλα, που είχαν κατέβει από τα χωριά τους στον κάμπο και είχαν εγκατασταθεί στο χωριό μας. Αντίθετα, τα αγρίεψα από την πρώτη ημέρα: μην τολμήσετε να μιλήσετε πομακικά, αλλιώς θα φάτε ξύλο. Έτσι, με είχε συμβουλέψει να κάνω παλιός συνάδελφος, πομακικής καταγωγής και αυτός, που όπως έμαθα, έπαιρνε διπλό μισθό: έναν από την Ελλάδα και έναν από την Τουρκία για να εκτουρκίζει τους Πομάκους.
Είμαι φυσικά και στο σύλλογο Επαθιτών. Εκεί υπάρχει άλλη τραγική κατάσταση: από τη μία η Τουρκία θέλει να κλείσει η ΕΠΑΘ και να έρθουν Τούρκοι δάσκαλοι στην ελληνική Θράκη. Αυτό σημαίνει ότι θα χάσουμε τη δουλειά μας. Αντί όμως να αντιταχθούμε όλοι στο προξενείο ως Επαθίτες, έχουμε γίνει υπηρέτες του. Κάποιοι συνάδελφοί μου παίρνουν «μισθό» από την Τουρκία για να εκτουρκίσουν τη φυλή τους, τους Πομάκους, για αυτό και δεν μιλάνε. Μερικοί μάλιστα στο facebook γίνονται«φίλοι» με όλους τους εχθρούς της φυλής μας: με ψευτομουφτήδες, με βουλευτές κ.α. για να δείξουν στον κόσμο πόσο καλοί «Τούρκοι» είναι.
Τέλος, κατάφερα σε κάποια στιγμή να διδάξω σε πομακικό χωριό. Εκεί εκτούρκιζα του Πομάκους διδάσκοντάς τους τα τουρκικά. Είχα και ένα μικρό παιδάκι που για πρώτη φορά στη ζωή του άκουσε τουρκικά και έβαλε τα κλάματα. Ένιωσα ντροπή για όλους μας. Και για εμένα που διδάσκω τουρκικά με το ζόρι στα Πομακόπουλα και για τους ανθρώπους της φυλής μου που τους ανάγκασαν Τουρκία και Ελλάδα με το ζόρι να γίνονται Τούρκοι.
Αναρωτιέμαι: αυτούς τους αγράμματους χωρικούς που ζούνε με το φόβο του να μην δηλώσουν Πομάκοι τελικά ποιος θα τους σώσει;
Πομάκος δάσκαλος ΕΠΑΘίτης
Ζαγάλισσα τεύχος 59, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2012
filologos10.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου