Οι συλλήψεις της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής που πραγματοποιήθηκαν χθες με τη διαδικασία του αυτοφώρου «πάτησαν» στο πόρισμα-φωτιά που παρέδωσε στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ευτέρπη Κουτζαμάνη ο αντιεισαγγελέας Χαρ….


Βουρλιώτης, ο οποίος τύλιξε.. σε εννέα κόλλες χαρτί την ηγεσία της Χ.Α.
Όπως αναφέρει ο Ελεύθερος Τύπος, το πόρισμα του εισαγγελικού λειτουργού τεκμηριώνει με αδιάσειστα στοιχεία ότι η δράση της Χ.Α. ως εγκληματικής οργάνωσης μετρά 26 χρόνια ζωής (από το 1987), περιγράφει αναλυτικά τη στρατιωτικού τύπου δομή και ιεραρχία της. Κατά τον εισαγγελέα μάλιστα, η εγκληματική οργάνωση λειτουργούσε βάσει της ναζιστικής ιδεολογίας.

Απειλούνται και με ισόβια

Την ποινή κάθειρξης μέχρι 10 έτη για απλή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση αντιμετωπίζουν όλοι οι συλληφθέντες βουλευτές και μέλη της Χρυσής Αυγής, ενώ όσοι από αυτούς κατηγορηθούν για την τέλεση των κακουργημάτων, που προβλέπει το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, «απειλούνται» με ισόβια κάθειρξη. Μάλιστα, διευκρινίζεται ότι όποιος διευθύνει την οργάνωση, όπως κατηγορείται ο Ν. Μιχαλολιάκος, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
Η τεράστια επιχείρηση σύλληψης βουλευτών και στελεχών της Χρυσής Αυγής έγινε μετά από πόρισμα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, το οποίο στηρίζεται στο άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, περί συστάσεως εγκληματικής οργάνωσης.
Τι ορίζει το άρθρο 187
Ειδικότερα, ως εγκληματική οργάνωση, σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 187 του Π.Κ., ορίζεται η συγκρότηση ή η ένταξη σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα ανθρώπων, που αποτελείται από τρία τουλάχιστον ή περισσότερα άτομα με σκοπό τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων, τα οποία προβλέπονται είτε σε αυτοτελή άρθρα του Ποινικού Κώδικα είτε σε ειδικούς ποινικούς νόμους, όπως για παράδειγμα το 299 (ανθρωποκτονία με πρόθεση), 310 (βαριά σωματική βλάβη) και 385 (εκβίαση), δηλαδή ορισμένα από τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται η Χρυσή Αυγή.
Το ρυθμιστικό πλαίσιο που αφορά στη δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης περιλαμβάνει και άλλες περιπτώσεις ποινικής παραβατικότητας με μείζονα κοινωνικοηθική απαξία, όπως τα κακουργήματα που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπλων, εκρηκτικών υλών.
Ο νομοθέτης, συνεκτιμώντας την προοπτική ευρύτερης διαπλοκής που μπορεί να συνδεθεί με τη δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης, αλλά και τη σημασία που έχουν για τη δημόσια και ιδιωτική ασφάλεια η εξάρθρωση και ο κολασμός τέτοιου είδους παθογενειών, φρόντισε, στην τέταρτη παράγραφο του ίδιου άρθρου, να ποινικοποιήσει ρητώς τις περιπτώσεις παράνομης παρακώλυσης της απονομής δικαιοσύνης σε σχέση με την προκείμενη εγκληματική δράση και παράλληλα να θέσει το πλαίσιο των σχετικών ποινών.
Έτσι, «όποιος με απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών, ενόρκων, ανακριτικών ή δικαστικών υπαλλήλων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διερμηνέων ή με δωροδοκία των ίδιων προσώπων ματαιώνει την αποκάλυψη ή τη δίωξη ή την τιμωρία του εγκλήματος της συγκρότησης ή της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση της παραγράφου 1 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη και με χρηματική ποινή από 100.000 μέχρι 500.000 ευρώ. Όποιος στις παραπάνω περιπτώσεις ματαιώνει την αποκάλυψη ή τη δίωξη ή την τιμωρία όχι μόνο του εγκλήματος της συγκρότησης ή ένταξης σε εγκληματική οργάνωση της παραγράφου 1, αλλά και άλλου εγκλήματος, από εκείνα που απαριθμούνται στην ίδια παράγραφο, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή από 100.000 ευρώ μέχρι 1.000.000 ευρώ».